-
1 ξενόω
A make one's friend and guest, entertain, in [voice] Med., , cf. A.R.1.849 : [tense] fut.ξενώσεται Lyc. 92
.II mostly in [voice] Pass., with [tense] fut. [voice] Med. : [tense] pf. ἐξένωμαι : [tense] aor. ἐξενώθην (ἐξενώθησαν Ἀττικῶς· ἐξενίσθησαν Ἑλληνικῶς Moer.p.167 P.):1 enter into a treaty of hospitality with one,πόλιες ἀλλήλῃσι ἐξεινώθησαν Hdt.6.21
, cf. Pl.Lg. 642e, X.Ages.8.5 ;βασιλεῦσιν ἐξενωμένος Lys.6.48
: abs., X.HG4.1.34.2 take up one's abode with one as a guest, to be entertained,Θήβᾳ ξενωθείς Pi.P.4.299
, cf. A.Ch. 702, S. l. c., etc. ;ξενωθεὶς τοῖσδ' ἐν.. δόμοις E.Alc.68
; ξενοῦται τῷ Ξενοφῶντι, [παρ'] Ἑλλάδι, X.An.7.8.6,8 ;ξενωθεὶς ὑπὸ τᾶς βουλᾶς IG12(1).383
([place name] Rhodes).
См. также в других словарях:
ξενώνω — (Α ξενῶ, όω, ιων. τ. ξεινόω) [ξένος] αποξενώνω («πατρίδος με καὶ πόλεως τῶν φιλτάτων ἐξένωσας», Ηλιόδ.) αρχ. 1. φιλοξενώ 2. (μέσ. παθ.) ξενούμαι, όομαι α) συνάπτω σχέσεις φιλοξενίας με κάποιον («καὶ βασιλεῡσιν ἐξενωμένος καὶ τυράννοις», Λυσ.) β)… … Dictionary of Greek